- ἀντιβάτης
- ἀντιβάτης [pron. full] [ᾰ], ου, ὁ,A bolt of a door, Sch.Ar.V.202.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αντιβάτης — ο (Α ἀντιβάτης) νεοελλ. 1. ο φορτωτήρας 2. μοχλός με τον οποίο γυρίζει το αντί τού αργαλειού αρχ. 1. μοχλός θύρας, αμπάρα 2. στύλος μπηγμένος στο έδαφος για την στήριξη θημωνιάς 3. μτφ. προστάτης, φίλος … Dictionary of Greek
ἀντιβάτην — ἀντιβάτης bolt of a door masc acc sg (attic epic ionic) ἀντιβαίνω go against aor ind act 3rd dual (epic) ἀντιβαίνω go against aor ind act 3rd dual (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιβάτου — ἀντιβάτης bolt of a door masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντιβάτῃ — ἀντιβάτης bolt of a door masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)